ανθρωπιστής

ανθρωπιστής
ο , ανθρωπιστήςίστρια η гуманист, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανθρωπιστής" в других словарях:

  • ανθρωπιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που ακολουθεί τις απόψεις του ανθρωπισμού (βλ. λ.). 2. ο εξοικειωμένος με την κλασική ελληνική και λατινική λογοτεχνία: Ο Έρασμος ήταν ένας σπουδαίος ανθρωπιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθρωπιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους 2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική… …   Dictionary of Greek

  • Μουρ, Τόμας — I (Sir Thomas More, Λονδίνο 1478 – 1535). Άγγλος πολιτικός και ανθρωπιστής. Μορφή πρώτου μεγέθους στην αυλή του Ερρίκου H’, υπήρξε, από το 1532, καγκελάριος του βασιλείου. Δεν δέχτηκε να ταχθεί υπέρ του διαζυγίου μεταξύ του Ερρίκου και της… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ουμανιστής — ο, θηλ. ουμανίστρια ανθρωπιστής, υπέρμαχος τού ουμανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hymaniste (βλ. λ. ουμανισμός)] …   Dictionary of Greek

  • Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γκλαρεάνους, Ενρίκους — (HenricusGlareanus, 1488 – 1563).Ελβετός ανθρωπιστής και μουσικός. Υπήρξε ευνοούμενος του βασιλιά Μαξιμιλιανού Α’ και καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Μεταξύ των έργων του περιλαμβάνονται τα: Εισαγωγή στη μουσική (1516),… …   Dictionary of Greek

  • Ελιγιά ντελ Μέντεγκο — (Elijah ben Moses Abba Delmedigo, Κρήτη 1460 – 1497). Φιλόσοφος και νομομαθής. Γεννήθηκε στην Κρήτη (ήταν γνωστός και ως Elijah Cretensis) και σε νεαρή ηλικία μετέβη στην Ιταλία. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μπέγιερ, Άμπσαλον Πέντερσεν — (Absalon Pedersen Beyer, 1528 – 1575). Νορβηγός ανθρωπιστής. Σπούδασε θεολογία στην Κοπεγχάγη και στο Βίτενμπεργκ, όπου άσκησε μεγάλη επίδραση στις ιδέες του o Μελάγχθων και οι μαθητές του. Ο Ά. υπήρξε αργότερα ιδρυτής της πρώτης ουμανιστικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»